φουτουριστικός

φουτουριστικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φουτουρισμό ή το φουτουριστή (βλ. λ.): Φουτουριστικός πίνακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουτουριστικός — ή, ό, Ν [φουτουριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουτουρισμό, που έχει τα χαρακτηριστικά τού φουτουρισμού 2. συνεκδ. εκκεντρικός, αλλόκοτος, ακαταλαβίστικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”